- ψειρίζω
- Ν [ψείρα]1. καθαρίζω κάποιον ή κάτι από τις ψείρες, ξεψειρίζω2. μτφ. α) λεπτολογώ υπερβολικά, δίνω μεγάλη σημασία στις λεπτομέρειες («τά ψειρίζει όλα»)β) αποσπώ χρήματα με έντεχνο τρόπο, τά βουτάω3. παροιμ. «άδειος και καθούμενος ψείριζε τ' αγγειά του» — λέγεται για αργόσχολους που αδιαφορούν τελείως για τις σοβαρές υποθέσεις.
Dictionary of Greek. 2013.